- λεμβάρχοι
- λεμβάρχ-οι· λιπόδερμοι. ([etym.] καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες), Hsch. (cf. λέπανος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέμβαρχος — ο (Α λέμβαρχος) νεοελλ. 1. κυβερνήτης λέμβου 2. υπαξιωματικός ή ναύτης ο οποίος οδηγεί λέμβο πολεμικού πλοίου 3. ο διοικητής τού λεμβαρχείου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «λέμβαρχοι λιπόδερμοι (καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες)». [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + αρχος*] … Dictionary of Greek